Φίλες και φίλοι.
Μαρουσιώτισσες και Μαρουσιώτες.
Ο φετινός εορτασμός της εθνικής μας επετείου της 28ης Οκτωβρίου,βρίσκει τη χώρα μας και τους Έλληνες σε μια πολύ δύσκολη θέση. Σε μια θέση που δεν ταιριάζει ούτε στους αγώνες των προγόνων μας, αλλά ούτε και στις αξίες και την αξιοπρέπεια του λαού μας.
Δυστυχώς σήμερα αποδεικνύεται ότι δεν ήταν αρκετό το αίμα που έχυσαν οι πρόγονοί μας στα βουνά της Αλβανίας κατά τη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου,και στη συνέχεια στον ελληνο-γερμανικό πόλεμο και την Κατοχή από τις δυνάμεις του Άξονα, για να εξασφαλισθεί η ελευθερία μας.
Δεν έφτασε το αίμα αυτό για να διασφαλίσουμε μόνιμη ειρήνη και σταθερότητα στον τόπο μας. Αντίθετα, η πατρίδα μας έχει μπει σε νέες περιπέτειες, διακυβεύεται για μια ακόμη φορά, ακόμη και η ίδια η εθνική μας ανεξαρτησία.
Απειλείται η ανεξαρτησία και η αξιοπρέπεια του λαού μας, γιατί έγιναν τα τελευταία 30 χρόνια καταστροφικές επιλογές, σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου μας.
Γιατί επιτρέψαμε ως λαός σε ανεύθυνες πολιτικές ηγεσίες να μας εξαπατήσουν και να εξαγοράσουν τις συνειδήσεις και την ανοχή μας, προσφέροντάς μας ως αντάλλαγμα μια επίπλαστη και πρόσκαιρη ευημερία, που στηριζόταν σε σαθρές όπως αποδείχθηκε βάσεις.
Κι όλα αυτά για να μπορέσουν να στήσουν το δικό τους πάρτι, Τη μεταξύ τους μοιρασιά του εθνικού μας πλούτου. Δώσαμε το δικαίωμα σε αυτούς που τους εμπιστευτήκαμε το μέλλον του τόπου μας, τις ζωές τις δικές μας και των παιδιών μας, να μας λοιδορούν σήμερα με επαίσχυντο τρόπο για την εμπιστοσύνη μας αυτή, υποστηρίζοντας ότι μαζί τα φάγαμε.
Και το χειρότερο από όλα, να κατηγορούν εμάς, τους απλούς πολίτες, σε όλη τη διεθνή κοινότητα, ότι είμαστε ένας λαός διεφθαρμένος, ενώ αυτοί, οι λευκές και αθώες περιστερές, μας κάνουν τη χάρη να μας κυβερνούν.
Είναι τα ίδια πρόσωπα που ενώ γνωρίζουν ότι έχουν ακέραια την ευθύνη που οδηγήθηκε το σκάφος ΕΛΛΑΣ στα βράχια, ζητάνε τα ρέστα και φορτώνουν τα λάθη στους επιβάτες του πλοίου, αντί στους καπετάνιους του Τιτανικού.
Όμως στο παραμύθι αυτό μπαίνει τέλος.
Οι μάσκες έπεσαν.
Δεν μπορούν να μας το παίζουν ναυαγοσώστες αυτοί που μας οδήγησαν στο ναυάγιο.
Και δεν μπορούν γιατί είναι τα ίδια πρόσωπα, που στο όνομα της δήθεν σωτηρίας μας,
επιτρέπουν στους χθεσινούς ηττημένους του πολέμου, να επιστρέψουν στη χώρα μας νικητές και τροπαιούχοι, μέσα από την υπογραφή και αποδοχή επαίσχυντων μνημονίων.
Μέσα από την αποδοχή της μόνιμης εποπτείας.
Μέσα από το κούρεμα της ίδιας της αξιοπρέπειας μας.
Τρίζουν τα κόκαλα των πολεμιστών του 40 από τον εξευτελισμό στον οποίο μας υποβάλλουν οι σύγχρονοι ξένοι επιτηρητές μας.
Εξευτελισμό που βαφτίζουν τάχα μου συντονισμό της τεχνικής βοήθειας που μας παρέχουν για να βγούμε από την κρίση.
«Είμαι εδώ για να συντονίσω τη βοήθεια που η τρόικα μπορεί να προσφέρει. Πρέπει να κατανοήσει ο ελληνικός λαός ότι πρόκειται για παροχή βοήθειας και όχι επιβολή πολιτικής», μας λέει τον Οκτώβριο του 2011 ο σύγχρονος Γερμανός Διοικητής μας κύριος Ράιχενμπαχ.
Και μας τα λέει ακριβώς 67 χρόνια μετά, από τον Οκτώβριο του 1944, που αποχωρούσαν ηττημένα και ταπεινωμένα τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής από την Αθήνα.
Μπορούμε να τον πιστέψουμε;
Πώς να πιστέψουμε τη σύγχρονη εκδοχή του παλιού κατακτητή;
Τα ίδια ακριβώς μας έλεγε και ο Γερμανός φρούραρχος το 1941, στο πρώτο διάταγμα που εξέδωσε ως επικεφαλής των δυνάμεων Κατοχής:
«Είμαι εδώ όχι ως κατακτητής, αλλά ως ειρηνοποιός για να βοηθήσω τους Έλληνες να προοδεύσουν».
Είδαμε στη συνέχεια πως την εννοούσαν την ειρήνη.
Και πως επίσης πλήρωσαν, μετά το τέλος του πολέμου, τις πολεμικές επανορθώσεις στη χώρα και το λαό μας, για τις χιλιάδες ζωές και τις καταστροφές που μας προξένησαν.
Η ιστορία για μια ακόμη φορά κάνει τον κύκλο της.
Και ο ηττημένος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος.
Αλλά αυτή τη φορά, νικητής και δικαιωμένος.
Αφού του έδωσαν το δικαίωμα γι’ αυτήν την επιστροφή, πρώτα οι ηγέτες που τους εμπιστευθήκαμε τον μέλλον του τόπου μας.
Και στη συνέχεια και εμείς οι ίδιοι που αφελώς πιστέψαμε ότι μπορούμε χωρίς κόπους, χωρίς θυσίες όπως οι πρόγονοι μας, να ζήσουμε ελεύθεροι.
Φίλες και φίλοι.
Σήμερα, είναι δεν είναι απλά μια μέρα γιορτής,
Μια μέρα εθνικής υπερηφάνειας .
Η σημερινή μέρα και κάτω από τις συνθήκες που τιμούμε τους αγώνες των προγόνων μας, πρέπει να αποτελέσει ημέρα εθνικής συνειδητοποίησης για όλους μας.
Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε ότι η χώρα μας βρίσκεται σε κατάσταση πολέμου.
Ενός πολέμου πολύ διαφορετικού από αυτόν του 1940.
Αλλά εξίσου ανελέητου.
Σήμερα βασικός στόχος του εχθρού δεν είναι να καταλάβει το έδαφος της χώρας μας.
Αλλά να το αγοράσει κοψοχρονιά, σε τιμή ευκαιρίας, όσο όσο.
Στον πόλεμο της εποχής μας ο εχθρός δεν θέλει ούτε να μας σκοτώσει, ούτε να μας συλλάβει αιχμαλώτους.
Του αρκεί να μας υποχρεώσει να δουλεύουμε γι’ αυτόν σχεδόν τσάμπα.
Χωρίς δικαιώματα, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις.
Αλλά να νομίζουμε ότι κατά τα άλλα είμαστε ελεύθεροι.
Σήμερα ο εχθρός εκμεταλλεύεται το δικαίωμα που εμείς του δώσαμε και αποφασίζει όχι μόνο πόσο θα μας κουρέψει, αλλά το πως θα ζήσουμε τα επόμενα 30 χρόνια εμείς, τα παιδιά μας, οι σημερινοί απόμαχοι της ζωής.
Τους επιτρέψαμε να αποφασίζουν αυτοί, πίσω από τις κλειστές πόρτες για το δικό μας μέλλον, χωρίς να ακούγεται δυνατά η δική μας φωνή, περιμένοντας έξω στο διάδρομο, έξω από την αίθουσα, μέχρι να μας ανακοινώσουν την τελική τους απόφασή για το πόσο σφικτή θα είναι η θηλιά που θα μας περάσουν στο λαιμό.
Αγνοούν όμως ένα σημαντικό στοιχείο.
Ότι στην μακρόχρονη ιστορική πορεία αυτού του τόπου, οι Έλληνες δεν δέχτηκαν για πολύ κανέναν στο σβέρκο τους.
Οι Έλληνες γνωρίζουμε από θυσίες, γνωρίζουμε από αγώνες,
Ο δικός μας τράχηλος ζυγό δεν υπομένει.
Είτε είναι ξένου στρατιώτη, είτε είναι ξένου τραπεζίτη.
Τα βάλαμε πολλές φορές κατά το παρελθόν με ισχυρότερους και περισσότερους αντιπάλους και τελικά νικήσαμε,
Γιατί είχαμε όπλα μας το θάρρος, τις αρχές και τις αξίες της φυλής μας.
Γιατί δεν φοβηθήκαμε ποτέ τις θυσίες.
Γιατί μας έδινε έμπνευση και δύναμη και αποτελούσε παράδειγμα το λαμπρό μας παρελθόν.
Στην μακρόχρονη πορεία του ελληνικού Έθνους υπήρξαν, αλλά και θα υπάρξουν και μελλοντικά και Εφιάλτες αλλά και νενέκοι πολιτικοί, αλλά έχει αποδειχθεί ότι η παρουσία τους δεν αρκεί για να αλλάξουν την ιστορική πορεία της Ελλάδος.
Είμαι βέβαιος ότι σε αυτές τις δύσκολες στιγμές οι Έλληνες δεν θα σκύψουν το κεφάλι.
Παρά την ταπείνωση που έχουμε υποστεί, έχουμε και τη δύναμη και τη θέληση να αποδείξουμε ότι δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να μας επιτηρήσει και να μας διαφεντεύσει.
Οι αγωνιστές του 40 θυσίασαν τις ζωές τους, για να μείνει η πατρίδα μας ελεύθερη.
Είμαι βέβαιος ότι και οι σύγχρονοι Έλληνες, οι αγωνιστές του 2011, δεν θα γονατίσουν, έχουν τη θέληση, έχουν τη δύναμη, να θυσιάσουν κάποια από τα υλικά αγαθά που τους χάριζαν μέχρι σήμερα μια πρόσκαιρη και επίπλαστη ευημερία, για να παραμείνουν πραγματικά ελεύθεροι.
Για να στείλουν παντού το μήνυμα ότι αυτός ο λαός μπορεί να μην γεννήθηκε πλούσιος, αλλά γεννήθηκε ελεύθερος.
Και θα ζήσει και τα επόμενα χρόνια ελεύθερος,
Με λιγότερα υλικά αγαθά ίσως.
Με χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης ίσως.
Αλλά χωρίς έκπτωση στις ηθικές και πνευματικές του αξίες.
Σε αυτούς που νομίζουν ότι μπορούν να μας κατακτήσουν με τη δύναμη των τραπεζών τους, στέλνουμε σήμερα, 28 Οκτωβρίου του 2011, επέτειο του έπους του 40 το μήνυμα, ότι δεν μπορούν να μας υποτάξουν.
Το μήνυμα της αντίστασης σε αυτά που σχεδιάζουν για μας χωρίς εμάς.
Το μήνυμα ότι δεν σκύβουμε το κεφάλι.
Το μήνυμα της απόφασης να σηκώσουμε την Ελλάδα ψηλότερα.
Στη θέση που της αξίζει.
Μια Ελλάδα πραγματικά δυνατή, με υγιή ανάπτυξη, με μια κοινωνία με αξίες, συνοχή και αλληλεγγύη.
Είμαι σίγουρος ότι η Πατρίδα μας και οι Έλληνες θα τα καταφέρουμε.
Θα διαψεύσουμε για μια ακόμη φορά, όπως κάναμε και το 40, αυτούς που πιστεύουν ότι θα μας κάνουν να γονατίσουμε.
Εμείς κι όχι αυτοί, θα καθορίσουμε το μέλλον και την τύχη μας.
Σας ευχαριστώ.